θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
Θηρῶ — Θηρώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Θηρώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θήρω — Θήρης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρω — θηρίον wild animal masc nom/voc/acc dual θηρίον wild animal masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηροῦς — Θηρώ fem nom/voc pl Θηρώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηροῖν — Θηρώ fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρῶσι — Θηρώ fem dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρῶσιν — Θηρώ fem dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПТОЛЕМАИДА — • Ptolemaïs, Πτολεμαΐς. Из множества городов с этим именем, особенно в Египте, основанных здесь Птолемеями, следует упомянуть: 1. город в Финикии, иначе Ака, в 32 милях к югу от Тира, при море, с времен Клавдия римская… … Реальный словарь классических древностей